- λιθόστρωτος
- -η, -ο (AM λιθόστρωτος, -ον)ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτοδρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμιαρχ.1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό2. το ουδ. ως ουσ. έδαφος στρωμένο με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -στρωτός (< στρώννυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.